άβγαλτος

άβγαλτος
και ανέβγαλτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του
2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος
3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος
4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη
5. (για ουράνια σώματα) αυτός που δεν ανέτειλε ακόμη
6. αυτός που δεν βγήκε με απόσταξη ή σύνθλιψη
7. αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα
8. (για δρόμους, οδούς κ.λπ.) αυτός που δεν έχει διέξοδο, που δεν οδηγεί πουθενά
9. αθώος, αγνός
10. άπειρος, ανίκανος
11. αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, απολίτιστος, άξεστος, αγροίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βγάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άβγαλτος — άβγαλτος, η, ο και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν έχει βγει, αποσταχθεί: Είχαν άβγαλτο το μούστο. 2. που δεν έχει ανατείλει: Ο ήλιος ήταν ακόμη άβγαλτος. 3. αθώος, απονήρευτος: Άβγαλτο καθώς ήταν το παιδί, εύκολα παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… …   Dictionary of Greek

  • ανέβγαλτος — η, ο [βγάλλω] άβγαλτος στον κόσμο, άμαθος, άπειρος, αθώος …   Dictionary of Greek

  • ανήλιαγος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος 2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω αταίριαγος, σκεπάζω ασκέπαγος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • αξέβγαλτος — η, ο 1. άβγαλτος, άπειρος 2. (για ρούχα) εκείνο που δεν το έχουν ξεβγάλει, ξεπλύνει με καθαρό νερό …   Dictionary of Greek

  • αξεσκόλιστος — η, ο αδασκάλευτος, άμαθος, άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • απερπάτητος — η, ο (Μ ἀπερπάτητος, ον) αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει περπατήσει κανείς, ο αδιάβατος νεοελλ. 1. (για παιδιά) αυτός που δεν έχει περπατήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν είναι «περπατημένος», δεν έχει διασκεδάσει αρκετά, ο άβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ανέβγαλτος — η, ο ο άβγαλτος: Το παιδί, ανέβγαλτο καθώς ήταν, παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”